“Όταν βγήκε η ψυχή του από το σώμα, έφυγε μαζί με πολλούς άλλους και έφθασε σε ένα τόπο δαιμόνιο, όπου υπήρχαν δυο χάσματα της γης, το ένα μετά το άλλο, και ακριβώς αντικριστά στον ουρανό αλλά δύο πάλι προς τα επάνω. Μεταξύ αυτών κάθονταν δικαστές, και αυτοί, όταν τελείωναν την κάθε δίκη, διέτασσαν τους δικαίους να πάρουν τον δρόμο που ήταν δεξιά και προς τα άνω δια μέσω του ουρανού, αφού προηγουμένως τους κρεμάσουν μια πινακίδα μπροστά τους, σαν φυλαχτό, που έγραφε την απόφασή τους, τους αδίκους πάλι τους διέτασσαν να πάρουν το δρόμο που ήταν αριστερά και προς τα κάτω, αφού και σε αυτούς κρεμούσαν μια πινακίδα, αλλά από πίσω τους, που έγραφε όλες τις πράξεις που είχε κάνει ο καθένας. Όταν πήγε και αυτός να δικασθεί, του είπαν πως πρέπει να πάει πάλι στους ανθρώπους σαν αγγελιοφόρος και να μεταφέρει τα όσα γίνονται σε εκείνον τον τόπο. Έβλεπε λοιπόν, από την μία μεριά στο κάθε χάσμα του ουρανού και της γης, ανέβαιναν ψυχές κατά-διψασμένες και κατασκονισμένες, ενώ από το χάσμα του ουρανού κατέβαιναν άλλες καθαρές. Οι ψυχές που έφθαναν κάθε φορά φαινόταν πως έρχονταν από πολύ μακρινή πορεία, και με ευχαρίστηση πήγαιναν στο λιβάδι να βρούν μέρος για κατασκήνωση, σαν σε πανηγύρι, χαίρονταν μεταξύ τους όσες είχαν γνωριμία, και όσες ήλθαν από τη γη ζητούσαν πληροφορίες από τις άλλες για ό,τι γίνεται σε εκείνον τον κόσμο, και οι φερμένες από τον ουρανό ερωτούσαν για τα γήινα πράγματα, έλεγαν η κάθε μία τα δικά της στις άλλες, και εκείνες που ήλθαν από τη γη, με κλάματα και οδυρμούς θυμούνταν πόσα και τι λογής κακά έπαθαν και είδαν κατά την πορεία τους κάτω από την γη (και αυτή η πορεία κρατά 1000 έτη), όσες πάλι ήλθαν από τον ουρανό διηγούνταν τις εξαίρετες απολαύσεις και τα ανυπέρβλητα κατά την ωραιότητα θεάματα που είχαν δει εκεί”.
Πλάτωνος Πολιτεία, μύθος του Ηρός
Το ότι κατασκηνώνουν λέγεται υπό την έννοια ότι χρησιμοποιούν τώρα τους φυσικούς και ένυλους Λόγους και μεταχειρίζονται αυτούς σύμφωνα με τους οποίους θα ζήσουν, διαφορετικές αρχές για την καθεμία ψυχή, όπως και ποικίλες μορφές ζωής, και προσδίδουν στα οχήματά τους περισσότερο υλικό χαρακτήρα προβάλλοντας τα και περιβάλλοντάς τα χιτώνες παχύτερους (πυκνότερους) και ταιριαστούς με τη γένεση, με τους οποίους κρύβουν τον εαυτό τους και απομακρύνονται από τους άλλους, όπως αυτοί που μένουν στις σκηνές. Αν πάλι στήνουν τις σκηνές τους στις πανηγύρεις για να έχουν σκιά και να μην μένουν στην ύπαιθρο, είναι φανερό ότι για αυτές που έχουν πλέον επιθυμία για την γένεση και κινούνται προς την φύση είναι κατάλληλο να ειπωθεί ότι κατασκηνώνουν, καθώς αποφεύγουν την ύπαιθρο-ουράνια ζωή και κατέρχονται στα στέρεα σώματα, όπου βρίσκονται οι σκιές και τα είδωλα των όντων.
Πρόκλου, εις τας Πλάτωνος Πολιτείας